- ακάπνιστος
- -η, -ο (Α ἀκάπνιστος, -ον) [καπνίζω]νεοελλ.1. αυτός που δεν έχει μαυρίσει από καπνούς«τοίχος ακάπνιστος»2. (για λουκάνικα, κρέατα, ψάρια) αυτός που δεν τόν έχουν στεγνώσει με καπνό, που δεν είναι καπνιστός3. (για τσιγάρα) αυτά που είναι αχρησιμοποίητα, που δεν τά έχει καπνίσει κανείς ή που δεν μπορεί να τά καπνίσει γιατί είναι κακή ή ποιότητα τους4. (για φαγητό) αυτό που δεν έχει πάρει μυρωδιά και γεύση από καπνό5. (για μέταλλο) «ακάπνιστο ασήμι» — το απύρωτο*6. μτφ. ο ξεμέθυστος, ο νηφάλιος, εκείνος που «δεν τού ανεβαίνουν καπνοί στο κεφάλι»7. ενεργ. όποιος δεν βγάζει καπνό«ακάπνιστο σπίτι» — που δεν βγάζει καπνό το τζάκι του ή γιατί είναι καινούργιο, αχρησιμοποίητο ή γιατί είναι τόσο φτωχοί οι ιδιοκτήτες του που δεν μπορούν ούτε φωτιά ν' ανάψουναρχ.αυτός που δεν έχει υποστεί την επήρεια τού καπνού για μέλι εκλεκτής ποιότητας που τό τρυγούσαν χωρίς να καπνίσουν το μελίσσι (Στράβ. 400 a).
Dictionary of Greek. 2013.